ἀνάρχου

ἀνάρχου
ἄναρχος
without head
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Сретение Господне — Статья  о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Громницы «Сретение». Дуччо, «Маэста» …   Википедия

  • άληκτος — (I) ἄληκτος, ον (AM) [λήγω] 1. αυτός που δεν έχει τέλος «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος» 2. ο αδιάκοπος, ο αδιάλειπτος «μῆνα δὲ πάντ ἄληκτος ἄη Νότος» όλο τον μήνα φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς Όμ.. (II) ἄληκτος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • θεάναρχος — θεάναρχος, ό (Μ) αυτός που ανήκει στον άναρχο θεό («θεάναρχος υἱός» ο υιός τού άναρχου θεού, Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + άναρχος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • БЛУДНОГО СЫНА НЕДЕЛЯ — [греч. κυριακὴ τοῦ ἀσώτου], одна из подготовительных недель (воскресений) перед Великим постом, между неделями мытаря и фарисея и мясопустной. В силу того, что Великий пост каждый год начинается в разное время, Б. с. н. приходится на период с 18… …   Православная энциклопедия

  • ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”